πανσπερμικός

πανσπερμικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πανσπερμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανσπερμία. Η λ., στον πληθ. πανσπερμικοί, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πανσπερμικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πανσπερμία: Η πανσπερμική θεωρία για τη ζωή δεν έχει πολλούς οπαδούς σήμερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”